- ερπύζω
- (AM ἑρπύζω) [έρπω]έρπω*μσν.σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούςαρχ.1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι («ἑρπύζοντ’ ἀνά γουνόν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο» — σέρνοντας τα πόδια στην πλαγιά τη φυτεμένη με αμπέλια, Ομ. Οδ.)2. (για κισσό) αναρριχώμαι3. κινούμαι αργά4. (για χρόνο) περνώ αργά («μαραίνει ὁ χρόνος ἑρπύζων σήν... χάριν», Ιουλ.).
Dictionary of Greek. 2013.